- αντίχαρη
- η ответная любезность, услуга;
§ η χάρη θέλει. αντίχαρη — посл, долг платежом красен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ η χάρη θέλει. αντίχαρη — посл, долг платежом красен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντίχαρη — η (Α ἀντίχαρις, ιτος) 1. χάρη που γίνεται για ανταπόδοση άλλης 2. φρ. «η χάρη θέλει αντίχαρη» … Dictionary of Greek
αντίχαρη — η ανταπόδοση χάρης, ευεργεσίας: Η χάρη θέλει αντίχαρη (παροιμ. φράση) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek